- φιλοστρατιώτης
- ὁ, Α1. (ιδίως για άρχοντα) αυτός που αγαπά τους στρατιώτες2. αυτός που αγαπά τις στρατιωτικές ασκήσεις («ἐκ παίδων εὐθὺς ἦν φιλοστρατιώτης», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + στρατιώτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοστρατιώτης — the soldier s friend masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοστρατιώτην — φιλοστρατιώτης the soldier s friend masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)